- τοτέ
- τοτέ τοτέ τοτέ,1 at one time, at another (θεόν)
ὃς ἀνέχει τοτὲ μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὃς ἀνέχει τοτὲ μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τοτέ — at times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τότε — at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τότε — ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α 1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος ή τού μέλλοντος, σ εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά … Dictionary of Greek
τοτέ — Α επίρρ. ενίοτε, μερικές φορές, άλλοτε μεν άλλοτε δε («ἡ vῡv τοτὲ μὲν κακόφρων τελέθει, τοτὲ δ ἐκ θυσιῶν ἀγανὴ σαίνουσα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τότε με καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
τότε(ς) — επίρρ. χρον. 1. εκείνη τη στιγμή, σ΄ εκείνη την περίσταση: Σηκώθηκε τότε και είπε. 2. σ΄ αυτή την περίπτωση, λοιπόν: Αν είναι έτσι, τότε να φύγω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τότε μοι χάνοι ἐρεῖα χθών. — τότε μοι χάνοι ἐρεῖα χθών. См. Чтоб мне сквозь землю провалиться! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τοθ' — τοτέ , τοτέ at times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοτ' — τοτέ , τοτέ at times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τό τ' — τότε , τότε at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τό τε — τότε , τότε at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τότ' — τότε , τότε at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)